- ινδοάριος
- -α, -ο1. αυτός που υπάγεται εθνολογικά σε μία από τις αριανές φυλές τών Ινδιών2. φρ. «ινδοάριες γλώσσες» — υποομάδα τού ινδοϊρανικού κλάδου τής ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας που ομιλείται στην Ινδία, στη Σρι-Λάνκα, στο Πακιστάν και στο Μπάνγκλαντες.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ινδός + Άριος, μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. IndoAryan (languages «γλώσσες»)].
Dictionary of Greek. 2013.